- εκβουλγαρισμός
- ο оболгаривание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκβουλγαρισμός — ο μεταβολή σε Βούλγαρο ή βουλγαρικό … Dictionary of Greek
εκβουλγαρισμός — ο η μεταβολή σε Βούλγαρο ή σε βουλγαρικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)